- βλαστολόγημα
- τοαποκοπή βλαστών φυτών ή δένδρων για ν' αναπτυχθούν καλύτερα όσοι απομένουν, κορφολόγημα.[ΕΤΥΜΟΛ. < βλαστολογώ. Η λ. στον πληθ., βλαστολογήματα, τα, μαρτυρείται από το 1809 στο Λεξικόν τής Γαλλικής Γλώσσης τού Γρηγορ. Ζαλίκογλου].
Dictionary of Greek. 2013.